- ατονικός
- -ή, -όαυτός που υποφέρει από ατονία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ατονικός — ή, ό 1. αυτός που πάσχει από ατονία 2. αυτός που προκαλεί ατονία ή προέρχεται από ατονία 3. γραμμ. σχετικός με την έλλειψη ή την κατάργηση των τόνων («ατονικό σύστημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ατονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάννη Πύρλα] … Dictionary of Greek